ουρεδινώδη — τα βοτ. τάξη μικροσκοπικών βασιδιομυκήτων η οποία ανήκει στην κλάση τελιομύκητες, με 4.000 περίπου είδη, παράσιτα τών πτεριδοφύτων και σπερματοφύτων, που προκαλούν τις ασθένειες οι οποίες είναι γνωστές ως σκωριάσεις, επιφέροντας μεγάλες… … Dictionary of Greek
ουροκύστη — η (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων τής κλάσης τελιομύκητες, είδη τών οποίων προκαλούν τον άνθρακα τού κρεμμυδιού και άλλες ασθένειες σε άλλα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urocystis (< ούρο + κύστη). Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στα… … Dictionary of Greek
ουρομύκης — ο βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής κλάσης τελιομύκητες, οι οποίοι προσβάλλουν καλλιεργούμενα φυτά προκαλώντας σκωριάσεις και επιφέροντας μεγάλες ζημίες στις καλλιέργειες φασολιών, μπιζελιών, κουκιών, γαρίφαλων κ.ά … Dictionary of Greek
ουστιλάγο — το βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής κλάσης τελιομύκητες και τυπικός εκπρόσωπος τής τάξης ουστιλαγινώδη, με είδη που προσβάλλουν κυρίως τα σιτηρά, προξενώντας την ασθένεια άνθρακας … Dictionary of Greek
ουστιλαγινώδη — (ustilaginales). Τάξη μυκήτων που ζουν παρασιτικά μέσα στους ιστούς πολλών καλλιεργημένων και αυτοφυών φυτών σε όλη τους τη βλαστική περίοδο. Δημιουργούν στα φυτά ασθένειες όπως είναι ο άνθρακας και ο δαυλίτης. Τα ο. υποδιαιρούνται σε δύο… … Dictionary of Greek
σφακελοθήκη — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη ουστιλαγινώδη τής κλάσης τελιομύκητες και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη μυκήτων με κοσμοπολιτική κατανομή τα οποία παρασιτούν στα καλλιεργούμενα φυτά, κυρίως τών οικογενειών αγρωστώδη και… … Dictionary of Greek